- καρκινοπαθής
- -έςαυτός που πάσχει από τη νόσο τού καρκίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο-παθής, σεισμο-παθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.